Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Σιβηρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που πρωτοεπισημάνθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1926. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 15,9 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 12,9 από τον Ήλιο. II (Σιμπίρ ρωσικά). Περιοχή… … Dictionary of Greek
καν — I (Kan). Ποταμός (629 χλμ.) της Ρωσίας, παραπόταμος του Γενισέι. Πηγάζει από τις βόρειες πλαγιές του Ανατολικού Σαγιάν (Κάνσκοε Μπελογκόριε) και κατά τη ροή του διασχίζει τη μεγάλη κοιλάδα της ομώνυμης δασοστέπας και την οροσειρά Γενισέι. Έχει… … Dictionary of Greek
κάρα — (Kara). Τοπωνύμιο της Ρωσίας. 1. Ακραίο θαλάσσιο τμήμα (880.000 τ. χλμ.) του Αρκτικού ωκεανού. Έχει μέσο βάθος 127 μ. και μέγιστο βάθος 620 μ. Ορίζεται από την ακτογραμμή της πεδιάδας της δυτικής Σιβηρίας και από τα νησιά Νέα Γη, Γη του… … Dictionary of Greek
παλαιοσιβηρικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παλαιά ιστορία τής Σιβηρίας 2. φρ. «παλαιοσιβηρικές γλώσσες» τέσσερεις ομάδες γλωσσών τής βόρειας Ασίας, η Γενισέι, η Λουοραγουετλάν ή Λουοραβετλάν, η Γιουκαγκίρ ή Γιουκακχίρ και η Γκίλυακ, οι οποίες δεν … Dictionary of Greek
άνθρακες, ορυκτοί — Χημικός όρος, γενικής σημασίας, με τον οποίο χαρακτηρίζονται οι πλούσιες σε άνθρακα ύλες, οι οποίες σχηματίζονται είτε με φυσική μετατροπή των φυτικών λειψάνων (o.ά.) είτε με τεχνητή, με την επίδραση θερμικής ενέργειας σε διάφορες οργανικές ύλες… … Dictionary of Greek
Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει … Dictionary of Greek
Βαϊκάλη — (Baykal). Λίμνη (30.500 τ. χλμ.) της κεντρικής Ασίας, στη νότια Σιβηρία. Έχει πολύ στενόμακρο σχήμα με κατεύθυνση από τα ΝΔ στα ΒΑ, μήκος 600 χλμ. και πλάτος που ποικίλλει από 30 έως 100 χλμ. Καταλαμβάνει τον χώρο μιας τεκτονικής τάφρου που… … Dictionary of Greek
Δυτικό Σιβηρικό Βαθύπεδο — Γεωγραφική περιοχή της Ρωσίας, που οροθετείται από τα Ουράλια όρη, τα υψώματα του Καζακστάν, τον ρου του ποταμού Γενισέι και το άνοιγμα προς τη θάλασσα του Κάρα. Βλ. λ. Ρωσία … Dictionary of Greek
Κιργισία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κιργισίας Παλαιότερη ονομασία: Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Κιργισίας (1936 90) Έκταση: 198.500 τ. χλμ. Πληθυσμός: 4.822.166 (2001) Πρωτεύουσα: Μπισκέκ (762.308 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ασίας.… … Dictionary of Greek